- κοκκίωση
- ηανατ.η παρουσία εγκλείστων, υπό μορφή κόκκων, στο κυτταρόπλασμα ορισμένων λευκών αιμοσφαιρίων, τών κοκκιοκυττάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκίον. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granulation].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… … Dictionary of Greek
λευκοκύτταρα — Τύπος κυττάρων του αίματος των ζώων και των ανθρώπων. Ονομάζονται και λευκά αιμοσφαίρια. Τα λ., μαζί με τα ερυθροκύτταρα και τα αιμοπετάλια, αποτελούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος. Σχηματίζονται στον μυελό των οστών από πολυδύναμα… … Dictionary of Greek